- προικίζω
- ΝΜΑ [προίξ, -κός]δίνω προίκα, προικοδοτώ («παρθένους προικίσας», Διόδ.)νεοελλ.1. χαρίζω, δωρίζω («η φύση τόν προίκισε με πολλά χαρίσματα»)2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) προικισμένος, -η, -οα) (για γυναίκα) αυτή που έχει πάρει προίκαβ) (γενικά για πρόσ.) αυτός που έχει πολλά φυσικά χαρίσματααρχ.(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) Προικιζομένητίτλος κωμωδίας τού Απολλοδώρου τού Καρυστίου.
Dictionary of Greek. 2013.